- ἑταιρᾶν
- ἑταίραfem gen pl (doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑταίραν — ἑταίρᾱν , ἑταίρα fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
блоудьница — БЛОУДЬНИЦ|А (131), Ѣ ( А) с. Развратница, блудница: Не сърѣтаи жены блоудь||ницѩ. да не како въпадеши въ сѣти ѥ˫а. (ἑταιριζομένῃ) Изб 1076, 174 об. 175; ˫ако блоудьницю оцѣсти ны и ˫ако мытоимьца оправи. СкБГ XII, 17г; тако же и въдовоу… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δέφω — (AM δέφω) νεοελλ. κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι, χειρομαλάσσω 2. μαλάσσω το αιδοίο, αυνανίζομαι («ἀλλ οὐδεμίαν ἄλλην ἑταίραν εἶδέ τις αὐτῶν, ἑαυτοὺς δ ἔδεφον ἐνιαυτοὺς δέκα») 3. μέσ. δέφομαι… … Dictionary of Greek
εντρίβω — (Α ἐντρίβω) νεοελλ. τρίβω με θεραπευτική αλοιφή αρχ. 1. τρίβω μέσα ή πάνω σε κάτι 2. καταφέρω χτύπημα, χτυπώ, κακοποιώ κάποιον («Ίππονίκῳ δέ... ἐνέτριψε κόνδυλον» τού έδωσε γροθιά, Πλούτ.) 3. τρίβω με καλλυντική ουσία 4. μέσ. βάζω καλλυντικά,… … Dictionary of Greek
κνησμός — ο (AM κνησμός) [κνω] ενοχλητικός ερεθισμός τού δέρματος ή τών βλεννογόνων, φαγούρα («ἀκαλήφη... κνησμὸν ποιεῑ», Αθήν.) αρχ. 1. αμυχή, γρατσούνισμα 2. ηδονικό ερέθισμα, γαργαλισμός 3. μτφ. ερεθισμός, διέγερση («ἅν δὲ πρὸς ἑταίραν... κνησμός τις ἐξ … Dictionary of Greek
παιγνία — παιγνία, ιων. τ. παιγνίη, ἡ (Α) [παίγνιον] 1. το παιχνίδι, η παιδιά 2. η εορτή («ὥστε κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν... τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ ἐκ τῶν γειτόνων», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek